lástima - ορισμός. Τι είναι το lástima
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι lástima - ορισμός


Lástima      
f.
Acto ou effeito de lastimar.
Compaixão.
Desgraça.
Aquillo que merece compaixão.
Lamentação.
Deprec.
Coisa ou pessôa inútil, sem préstimo.
lástima      
s.f. (-sXV cf. FichIVPM) ato ou efeito de lastimar(-se)
1 sentimento de pena; compaixão, dó
o estado dele é de causar l.
2 p.met. aquilo que merece ser lastimado; mal
é uma l. que você tenha que ir embora
3 lamentação interminável; queixa, lamúria
desfiar um rosário de l.
4 revés da fortuna; desgraça, desdita, infortúnio
viveu l. atrozes
5 fig. pessoa ou objeto sem préstimo
teve um professor que era uma l.
-etim regr. de lastimar ; f.hist. sXV lastema , 1594 lastima -sin/var ver sinonímia de comiseração , desdita e lamentação -ant ver antonímia de desdita -par lastima(fl.lastimar)
lástima      
sf (der regressiva de lastimar)
1 Ato ou efeito de lastimar.
2 Compaixão.
3 Aquilo que merece compaixão.
4 Miséria, infortúnio.
5 Choro, lamentação.
6 pop Coisa ou pessoa inútil, sem préstimo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lástima
1. The midday ritual that has played out for centuries on shaded terraces, under silk sheets, or on couches is giving way to more modern work habits and – qué lástima! – sleepless afternoons.